Καρυάτεια

Καρυάτεια
Καρυά̱τεια , Καρυάτεια
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρυάτεια — καρυάτεια, τὰ (Α) (κατά τον Φώτ.) ετήσια αγροτική γιορτή με θυσίες στις Καρυές τής Λακωνικής προς τιμή τής Καρυάτιδος Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρυάτις + κατάλ. εία (πρβλ. Ακαδήμ εια, Καλλιόπ εια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”